...κράτησαν 1 μισή μέρα!
Όχι δεν φύγαμε άρον -άρον γιατί καιγόταν το νησί. Εμείς καήκαμε (όχι από τον ήλιο) και επίσης αν δω τη φίλη της μάνας μου που μας παραχώρησε το σπίτι της στην Κεφαλλονιά για 2 εβδομάδες σαν γαμήλιο δώρο και τελευταία στιγμή, μας "παραχώρησε" και τον άντρα της μαζί... θα την κάψω κι αυτή ζωντανή!
Κάναμε 5 ώρες ταξίδι για να φτάσουμε στο ρημαδόνησο, που ήμουνα διατεθειμένη να του δώσω μια τρίτη ευκαιρία.
Eίχα ξαναπάει 2 φορές στο παρελθόν κι είχα περάσει άθλια. Αυτή όμως η 3η ήταν και η φαρμακερή.
Το σπίτι ήταν χτισμένο πάνω σ' ένα ύψωμα που είχε θέα τη θάλασσα και την αγαπημένη μου Ζάκυνθο απέναντι.
Είχαμε όμως όλη την ώρα στα πόδια μας τον Captain Iglo που παρεμπιπτόντως θύμιζε fish stick στην όψη και αναρωτιόμασταν με τον Λ. αν έφτανε το πηδάλιο όταν ήταν καπετάνιος. Ναι, καπετάνιος ήταν και μας είπε όλες τις ιστορίες του! Είχαν δει πολλά τα μάτια του (λέει) και όλο και μας γύριζε την κουβέντα σε παρανομίες και λαθρεμπόρια!
Έλεος κύριε μου, δεν ήρθα βόλτα στην Ομόνοια, διακοπές ήρθα να κάνω!
Ότι και να κάναμε, ήταν από πίσω μας. Ευτυχώς δεν χώραγε τρίτος στο κρεβάτι μας, διαφορετικά θα κοιμόταν και μαζί μας.
Η γυναίκα του, του τηλεφωνούσε κάθε τρεις και λίγο να του θυμίσει οτι έπρεπε να φύγει και να μας αφήσει μόνους μας αλλά αυτός "είχε δουλειές" έλεγε και περιφερόταν μέσα στο σπίτι με την τηλεόραση στη διαπασών κι ένα μπουκάλι θολό ροζέ κρασί.
Αν έπλενες τα πιάτα... (σιγά να μην του έπλενα και τα πιάτα) αυτή τη θέα έβλεπες!
Την πρώτη μέρα που ξύπνησα και πήγα να φάω το πρωινό μου στο μπαλκόνι, τον βρήκα εκεί να έχει πιάσει μονότερμα τον Λ. (όποιος ξέρει καλά τον Λ. θα ήθελε πολύ να το δει αυτό) και να μην τον αφήνει να σταυρώσει κουβέντα.
- Καλημέρα, είπα ελπίζοντας γι' αυτό κι έκανα να αφήσω να αφήσω το πιάτο μου στο τραπέζι.
- Από που ξεφύτρωσες εσύ...τώρα θα πρέπει να φέρουμε κι άλλη καρέκλα, μου απάντησε για καλημέρα η Κεφαλλονίτικη φιλοξενία προσωποποιημένη !
Έφερα μόνη μου μια καρέκλα, κατάπιαμε το πρωινό μας αμάσητο για να κερδίσουμε χρόνο, βάλαμε τα μαγιό μας όπως - όπως και φύγαμε για να αναζητήσουμε τις καταπληκτικές παραλίες που μας υποσχέθηκαν.
Πρώτη στάση ο Μύρτος, αυτή η ξακουστή παραλία που είδαμε μόνο από ψηλά καθώς τα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα μέχρι το βουνό. Έπρεπε λοιπόν να αφήσουμε κι εμείς το δικό μας εκεί και να κατέβουμε 1 ώρα δρόμο με τα πόδια, που στην επιστροφή η ανηφόρα θα το έκανε 3 ώρες με τα τέσσερα.
Μύρτος... πατήστε πάνω στη φωτό και δείτε μέχρι που είχε παρκαρισμένα αυτοκίνητα!
Πήγαμε στη διπλανή παραλία την Αγ. Κυριακή. Τεράστια, με δυό ταβέρνες στις άκρες της. Η αμμουδιά ήταν γεμάτη φύκια και σκουπίδια που είχε ξεβράσει η θάλασσα κι απ' ότι φαινόταν είχε πολλά ακόμα να ξεβράσει. Πλαστικά μπουκάλια και σακούλες ήταν το μενού, αφού ο αφρός από τις φουσκάλες της μπίχλας, μ' έκαναν να μη βουτήξω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι.
Και μη μου πείτε για πετρώματα που κάνουν τη θάλασσα άσπρη και θολή όταν έχει κύμα όπως στη Λευκάδα... Ούτε κύμα είχε, ούτε άσπρη ήταν, αντιθέτως ήταν λάδι και πανβρώμικη. Βούτηξε ο Λ. και ανεβήκαμε στην μια ταβέρνα να τσιμπήσουμε κάτι μετά από τόσο κολύμπι.
Τι ωραία που φαινόταν από ψηλά... απέραντη, καταγάλανη και ολοκάθαρη παραλία, όπως στις καρτ ποστάλ... μόνο εκεί όμως!
Γυρίσαμε στο σπίτι να ξεκουραστούμε λιγάκι και να ετοιμαστούμε για την πρώτη μας βραδινή έξοδο.
Ο Captain Iglo ήταν εκεί. Μ' έναν ελληνικό καφέ και τσιγάρο, μας υποδέχτηκε λέγοντας "Γιατί ήρθατε τόσο νωρίς;"
Ανέβηκα στο δωμάτιο κι έκανα ένα παγωμένο ντουζάκι να μου φύγουν τα νεύρα. Κατέβηκα για να ζήσω ένα ακόμα ντε ζα βου μπροστά στη σκηνή του Captain να έχει ακινητοποιήσει τον Λ. με τις θανατερές ιστορίες του.
Διέκοψα την ενδιαφέρουσα (;) συζήτηση (;) για να φυγαδέψω τον Λ. στέλνοντας τον για ντους. Τώρα ήταν η σειρά μου να αντιμετωπίσω τη φουρτούνα...
Μου είπε οτι οι γείτονες του είχαν δώσει κάτι μελιτζάνες από το περιβόλι τους και να πάω να πάρω πατάτες και κρεμμύδια για να του μαγειρέψω ( ναι, καλά διαβάσατε) μπριάμ!
Το σαγόνι μου έπεσε στο πάτωμα, τα μάτια μου πετάχτηκαν έξω από το κρανίο και το αίμα μου έπηξε!
Ήταν το τελευταίο χτύπημα.
Ανέβηκα τρέχοντας στο δωμάτιο χωρίς να κάνω χρήση της ευγένειας που μου μάθαιναν οι γονείς μου τόσα χρόνια.
Μπήκα στο μπάνιο και σαν πρωταγωνιστής του Χίτσκοκ, τράβηξα την κουρτίνα που μου αποκάλυψε το τρομοκρατημένο πρόσωπο του Λ.
- Τι έγινε; Τι έκανε πάλι;
- Σκουπίσου, ντύσου, φύγαμε!
Μπήκαμε στ' αμάξι και δεν ανταλλάξαμε κουβέντα μέχρι να φτάσουμε στο κοντινότερο ταξιδιωτικό γραφείο. Αλλάξαμε τα εισιτήρια του πλοίου για την επόμενη μέρα το πρωί.
Καθίσαμε στο λιμάνι και ήπιαμε τον πιο χάλια αλλά ταυτόχρονα τον πιο απολαυστικό καφέ της ζωής μας. Παρατείναμε την απόλαυση της εγκατάλειψης του νησιού, με την χειρότερη πίτσα στο πιο τουριστικό εστιατόριο και γυρίσαμε σπίτι να μαζέψουμε τα πράγματα μας.
Τα ρολά από τα παράθυρα ήταν κατεβασμένα κι έκλειναν απ' έξω το φεγγάρι που καθρεφτιζόταν στη θάλασσα.
Το fish stick ήταν εκεί, στην ίδια θέση που το αφήσαμε και ξεροψηνόταν στην ακτινοβολία της ανοιχτής τηλεόρασης.
Μας κοίταξε με ενοχλημένο ύφος και μας είπε ειρωνικά:
- Πάλι νωρίς γυρίσατε;
Γύρισα την πλάτη κι άρχισα να ανεβαίνω τη σκάλα. Κοντοστάθηκα όταν άκουσα τον Λ. να του λέει οτι θα φύγουμε.
Κι εκείνος; Τι απάντησε;
Όχι, δεν ρώτησε γιατί φεύγουμε, δεν προσπάθησε να μας πείσει για το αντίθετο. Αυτό που είπε ήταν:
- Άντε, να πάτε να ξεκουραστείτε.
Αυτό ήταν, εκεί που άρχιζε να αραιώνει το αίμα μου από το πρώτο πήξιμο, έγινε πάλι μίλκ σέικ!
Μου ήρθε να κατέβω κάτω, να του περάσω την τηλεόραση κολάρο και να ακούγεται ο Χατζηνικολάου από τ' αυτιά του!
Μα την Παναγία, θα τον έκοβα κομμάτια και θα τον πέταγα στο φούρνο με τις μελιτζάνες του. άλλωστε εκείνος είχε προτείνει να του τις μαγειρέψω.
Μου έκοψε τη φόρα ο Λ. που ανέβαινε κι αυτός τη σκάλα.
Το επόμενο πρωί, σηκωθήκαμε απ' το μαύρο χάραμα για να αποφύγουμε να τον συναντήσουμε. Ήμασταν στο λιμάνι δύο ώρες νωρίτερα και όταν πια περάσαμε απέναντι, η Κυλλήνη έμοιαζε ονειρεμένα όμορφη, σωστό Μπαλί.
Τρεις ώρες αργότερα, μας καλωσόριζε η μαμά του Λ. στο εξοχικό τους στο Πόρτο.
Τα κοσμογυρισμένα πόδια μου αραχτά στην Υδρονέτα.
Δύο εβδομάδες τρώγαμε σπιτικό φαγητό (ακόμα και μπριάμ), κάναμε βραδινό μπάνιο, σουλατσάραμε στα σοκάκια των Σπετσών και βουτούσαμε στη θάλασσα από τις αποβάθρες της Ύδρας αφού τα δυό νησάκια μ' ένα καραβάκι από το Πόρτο , είναι ένα τσιγάρο δρόμος.
Ξεπέρασα κι εγώ επιτέλους τον φόβο μου να βουτάω απο τα βράχια, κι έκανα τις πιο εντυπωσιακές καταδύσεις.
Ένας καινούριος φόβος αντικατέστησε τον παλιό...αυτός για τους καπετάνιους!